Listeners:
Top listeners:
ΕΡΚΟ LIVE
today21/08/2025 10:47 ΜΜ
Γράφει ο Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός κ. Ιωάννης Ελ.
Σιδηράς
Πολυώνυμη η Πολίτισσα Παναγία και πολυμαρτυρικώς σταυραναστάσιμη η
Πολίτικη Ρωμηοσύνη ανθίστανται αμφότερες στην νομοτέλεια της κτιστής
πραγματικότητος και οντολογίας υπερβαίνοντας τα του ιστορικού γίγνεσθαι εφήμερα,
μάταια και ψευδή, επειδή συναποτελούν το αδιαλείπτως και «παραδόξως
συναμφότερον» της «θείας παρεμβολής» και αυτής ταύτης της ιστορίας στην «αεί
Θεοτοκοβάδιστη και θαυμασίως Θεοτοκοφρούρητη και Παναγιοσκέπαστη
Βασιλεύουσα» με τους άλλοτε βυζαντινούς αυτοκρατορικούς δικεφάλους αλλά και
μετέπειτα υπό το άχθος της ημισελήνου και μεταοθωμανικώς με την σχεδόν
«θεοποιημένη διακήρυξη» του λεγομένου κοσμικού κράτους.
Σε όλες τις περιπτώσεις και πολυκύμαντες στροφές της ιστορίας η Πολίτισσα
Αυτοκρατορική Δέσποινα και Αυγούστα του ουρανού και της γης Θεογεννήτωρ
Παναγία εγκολπώνει σωστικώς την Πολίτικη Ρωμηοσύνη και το Φανάρι για να μην
παύσουν ποτέ οι «ικετευτικές παρακλήσεις» του Αυγούστου και τα «κεχαριτωμένα
χαίρε» του Ακαθίστου, τα οποία άλλοτε μυριόστομα έσχιζαν τους πολίτικους αιθέρες
από τους αριθμητικώς ακμαίους Ρωμηούς και κατά τους εσχάτους καιρούς και
χρόνους αδιαλείπτως και έτι κατανυκτικότερα και ιεροπρεπέστερα αποδίδονται στο
πάντιμο και μεγαλοπρεπές Θεομητορικό πρόσωπό της από το «μικρόν ποίμνιον», το
οποίο ανθίσταται αξιοπρεπώς στους σφοδρούς ανέμους του ταραχώδους εγκοσμίου
βίου.
Δύο «ξεριζωμένες» και «ανέστιες» περίπυστες και θαυματουργικές εικόνες
ανεύρον εστία και θρονί εντός του «Πρώτου Ναού και Θυσιαστηρίου» της
Ορθοδοξίας, εν τη Κιβωτώ της πίστεως και του Γένους, ήτοι στην Εσταυρωμένη και
αεί ζώσα Μητέρα Αγία Μεγάλη του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδα Εκκλησία.
Η μία και πρώτη Δέσποινα του Πατριαρχικού Ναού, η γλαυκομάτα και
πολύφημη Παμμακάριστος είναι συνώνυμη της ομωνύμου Ιεράς Μονής Θεοτόκου της
Παμμακαρίστου. Η δεύτερη Δέσποινα του Πατριαρχικού ναού είναι η θαυματουργή
εικών της Παναγίας Φανερωμένης, η οποία ως «πρόσφυγας» και «ξεριζωμένη»
Μητέρα, διασωθείσα «εν μέσω κολάσεως» μεταφέρθηκε το έτος 1922 από τους
εκπατρισθέντες Αρτακηνούς εκ της παλαιφάτου Ιεράς Μονής Παναγίας Φανερωμένης
της Κυζίκου στον πάνσεπτο εν Φαναρίω Πρωτόθρονο ναό του Αγίου Γεωργίου.
Δύο Δέσποινες, δύο εικονίσματα, δύο εστίες για τις «ανέστιες» Παναγίες του
Γένους, της πολίτικης και πρόσφυγος Ρωμηοσύνης, εντός του Πατριαρχικού ναού
στον οποίο εισέρχεται η Ρωμηοσύνη ενσαρκωμένη στα πρόσωπα των Ρωμηών της
Βασιλεύουσας και των απάσης της γης για να γευθεί την παραμυθία του
Θεομητορικού Πάσχα του Θέρους και με τα πεπληρωμένα όλο φως εκ του φωτός του
Φαναρίου όμματα στρέφει το βλέμμα της για να γευθεί το ελπιδοφόρο και ακοίμητο
βλέμμα της ψηφιδογραφημένης Πολίτισσας Παμμακαρίστου Παναγίας στο δεξιό
κλίτος του Πατριαρχικού ναού, ενώ αποζητά με απαθές πάθος να ρίξει το βλέμμα και
στην σχεδόν αφανισμένη από τον χρόνο και τις έμπονες ταλαιπωρίες Φανερωμένη
Παναγία στο αριστερό κλίτος του ναού, παρόλο που το βλέμμα της Αρτακηνής
Θεομήτορος απεικονισμένο σχεδόν δεν υπάρχει, αλλά προκαλεί τα όμματα της ψυχής
να το ανακαλέσουν νοερώς και να κοινωνήσουν μετ’ αυτού μυστικώς και νηπτικώς.
Όταν πάλι αυτή η απελπισμένη ένεκα του κόσμου τούτου Πολίτικη Ρωμηοσύνη
και η σύμπασα των βροτών χορεία στρέφουν το βλέμμα τους προς την εμφανώς από
Θεού Υιού Λόγου Φανερωμένη της Κυζίκου για να γευθούν την «Φανέρωση» της
Θεομητορικής εν κοιμήσει και μεταστάσει ελπίδος, αναμιμνήσκονται τα του
φιλόμουσου και μουσοστεφούς μυσταγωγού της του Φαναρίου ευσεβείας και της
Πολίτικης Ρωμηοσύνης απαθούς εραστού, πολιού Μητροπολίτου Πέργης Ευαγγέλου
(Γαλάνη) γραφόμενα: «Φανερωμένη θα πει υπαρκτή ελπίδα, ολοφάνερη, χειροπιαστή,
αθανασίας πλήρης. Παναγία με μάτια ολάνοικτα, που βλέπουν ως την ψυχή τον
άνθρωπο με παρουσία αιώνια, που στέκει ασάλευτη κοντά στον άνθρωπο. Παναγία για
μας. Πάντα Φανερωμένη, πάντα έτοιμη. Περισσότερο ζωντανή στην εικονική ακινησία
της, στην Κοίμησή της».
Ο ίδιος Φαναριώτης Ιεράρχης δεν αφήνει παραπονεμένη την δεύτερη Δέσποινα
του Πανσέπτου Πατριαρχικού Ναού, την Παναγία της Αρτακηνής προσφυγιάς και της
«ανταλλαγής», όπως την ονομάζει, αλλά την κατακοσμεί έκπαλαι στα «Εκ
Φαναρίου… Ποιητικά» του με «Λόγους και λουλούδια», καθώς και με ενδόμυχες
εξομολογήσεις «φανερωμένων βιωμάτων και ενδιαθέτων του νοός σκέψεων»,
γράφοντας για την «σύνθρονη» της Παμμακαρίστου και μακράν του ιδικού της
θρόνου Φανερωμένη: «Είχε τελειώσει η Ακολουθία. Μα όχι κι ο δικός μου ακήρατος
λόγος. Η ορμή των ιδεών για τη Μεγαλόχαρη. Και άλλαξα κλίτος. Πέρασα στη
Φανερωμένη, με αχώριστη την άλω του Γένους. Στην ιστορημένη αυτή Ανατολή, με τα
χίλια αφιερώματα και τ’ άλλα τόσα επωνύμια
Δεν εικονίζεται μπροστά μου μιά σκέτη ιδέα. Στέκεται η πιο εύχυμη μερίδα του
Λόγου. Κι ένα πάθος καυτό από τις τελευταίες ταραχές μας. Και χτυπημένη από την
ενδημούσα λάμψη της Φανερωμένης η ψυχή μου, σχηματίζει μέσα της την άλλη μα
πάντα ίδια εικόνα της Ρωμηοσύνης. Συμπλέκεται με την δονούσα φλόγα της. Αυτή που
την ώθησε να γίνει Φαναριώτισσα…».
Επιστρέφουμε όμως με ακόρεστη δίψα επί το της πηγής «ζων ύδωρ» της του
Φαναριώτικου και του της Ρωμηοσύνης Πολίτικου πνεύματος γραφής του Πέργης
Ευαγγέλου, ο οποίος αφειδώς μας ξεδιψά γράφοντας για το «ακαταλύτως και
ατελευτήτως συναμφότερον» της Φαναριώτισσας και Πολίτισσας Παναγίας με την
Πολίτικη και την όπου γης Ρωμηοσύνη, ως εξής: «Την Παναγία η Ρωμηοσύνη την έχει
σε αδιάσπαστη ενότητα μαζί της. Συνευρίσκονται μέσα στο «κεκρυμμένον μυστήριον»
που το κατευθύνει ο Θεός. Χώρα Της θεωρεί την Πόλη. Το χώρο της ασίγαστης
περιπέτειας του ναού. Γι’ αυτό και χώρο της ζωντανής παρουσίας της. Και όχι μόνο «τη
βουλή του Υψίστου», ως Χώρας του Αχωρήτου. Αλλά και με την κρίση των θνητών, ως
Χώρας των ζώντων. Με τη συνδρομή των γεγονότων και με τη συμπαράσταση των
τελεσιουργούμενων. Με τη συμμαρτυρία των δεδομένων και με τη λύση των κρυφών
οραμάτων της.
Είναι μιά βεβαίωση η Παναγία, του θρύλου της Ρωμηοσύνης. Της οντότητας που
βαδίζει με μοναστική και μοναδική υποταγή στο μυστήριο της ιδικής της ιστορίας. Είναι
χρώμα έντονο στη ζωή της από χρωστήρες νηστεμένων μέσα στο κάλλος και την
κρισιμότητα του χρόνου της. Είναι και θεία επιστασία της χάριτος στη διατήρηση της
ιερής της ιθαγένειας. Πάνω και μέσα στο χώρο της…
Ώρα λειτουργική μέσα στον πάνσεπτο ναό του Φαναρίου. Και με την ορατή της
φανέρωση η Μεγάλη Εκκλησία προβάλλει την ευγνωμοσύνη της για την «εις το κρείττον
αλλοίωσίν» της. Και πάνω στην εκπαγλωσύνη της Μεγαλόχαρης νιώθει όλο τον αθέατο
πόνο του λαού της να γίνεται ένα με το θαύμα της. Και να την καλεί με ονόματα που της
τα αφιέρωσε η Πόλη. Παμμακάριστο, Φανερωμένη, Μπαλουκλιώτισσα,
Βλαχερνήτισσα…».
Τα πάντα, κατά πάντα και εν πάσι στο Φανάρι και στην Θεοτοκοφρούρητη Πόλη
υπομνηματίζουν το μυστήριο της Πολίτισσας και Φαναριώτισσας Παναγίας, της
πολυώνυμης και ανερμήνευτης βιουμένης από τους μελανοφόρους Φαναριώτες
μυσταγωγούς της χάρης της και τους «αεί παραμυθουμένους» και ανθισταμένους
ενσαρκωτές της Πολίτικης Ρωμηοσύνης. Όντως «μυστήριον ξένον και παράδοξον»
τοις εγγύς και τοις μακράν, αλλά ζηλοτύπως και αληθώς βιούμενο μόνον υπό των
«εντός των τειχών οικιστών» του Πρωτομονάστηρου και Καστρομονάστηρου της
Ορθοδοξίας στο Διπλοφάναρο και των έστω και ολιγάριθμων σήμερα οικιστών της
«Επταλόφου Νύμφης» Παναγιοσκεπάστου Νέας Ρώμης.
Στου «Βοσπόρου τ’ Αγιονέρια» κάθεται η Θεόνυμφη και Ανύμφευτη Μαρία
«Φανερωμένη» και αποκαλυπτομένη αδιαλείπτως στο «ιερόν λήμμα» της Πόλεως του
Θρόνου της προσφέροντας με το ακοίμητο βλέμμα της το άκτιστο φως στο ανέσπερο
φως του Φαναρίου και των μυσταγωγών ιεροφαντών του, ενώ πολυμακαριζομένη
δέεται την παμμακάριστη και αμετάθετη ευμένειά της υπέρ της Πολίτικης και όπου
γης Ρωμηοσύνης και της αμεταβλήτου «Φαναριώτικης Εστίας» της.
Υπό το ακοίμητο βλέμμα της εν Φαναρίω Παμμακαρίστου και Φανερωμένης ο
Πέργης Ευάγγελος με την «άλω της Θεοτόκου» μάς εισοδεύει στο Θεομητορικό
Πάσχα και μυστήριό της και στην ζωηφόρο ακοίμητη και αθάνατη κοίμηση και
μετάστασή της με όρους και βιώματα της εν Φαναρίω ευσεβείας και της Πολίτικης
Ρωμηοσύνης, γράφοντας γραφή μυσταγωγική και θεσπέσια: «Ποιά φωτισμένη
πολιτεία βασιλεύει μέσα στη δική μας την εγκόσμια και μας κάνει και αντέχουμε και
παίρνουμε γεύση αυτών των υπερούσιων πραγμάτων; Παίζουμε με δωρεές γεμάτες από
φως και αλήθεια. Και ζωγραφίζουμε καινούργιες διεισδύσεις στο ανεξιχνίαστο και
αποκεκρυμμένο. Και θέλουμε να μας αγγίζει με το προσδωκόμενο η ελπίδα…
Ποια «εσώτερη σοφία», θα μας έλεγε ο Πατριάρχης Λούκαρις, μάς αφήνει αυτές
τις δεσμευτικές παραδόσεις; Την τόλμη ν’ ασπαζόμαστε μιά «δέηση»; Σκεφθήκαμε τί θα
πει ασπασμός της Παμμακαρίστου ή της Φανερωμένης από τον Πατριάρχη; Είναι η
διάσταση του θρόνου που εκφράζεται σε στιγμές πάθους. Είναι η προσκύνηση της
παράδοσης. Συγκεφαλαίωση της μαρτυρίας της που καταγράφεται εκείνη την ώρα πάνω
στο χέρι της οδηγήτριας πρόνοιας.
Ελάτε να σταθούμε μπροστά στο θαύμα της Μεγάλης Εκκλησίας. Να ψάλλουμε της
ψυχής μας τον Κανόνα. Και παρακάμπτοντας τα επίπλαστα των καιρών, να
ξεπεράσουμε το φθαρτό και φευγαλέο. Να μνημονεύσουμε το άδυτο και παντοτινό».
«Αύριο θε να ιδωθούμε
Μ’ άνθια για την εικόνα Σου,
Φανερωμένη,
Και θα τα πούμε».
Δεν παύει όμως ο θεοκίνητος και θεοτοκοκίνητος του της θεογεννήτορος
υμνογραφικός ποιητικός κάλαμος του μουσοστεφούς Πέργης Ευαγγέλου
περιοριζόμενος μόνο στους παραπάνω στίχους. Είναι ολίγοι και επιθυμεί με πλείονες
αράδες στίχων να υμνολογήσει την ξενιτεμένη από την Αρτάκη Φανερωμένη του
Πανσέπτου Πατριαρχικού ναού, γράφοντας στα «Εκ Φαναρίου… Ποιητικά» του:
«Γλυκεία ανάπαυση του νου ζητάνε οι ψυχές. Μυριανθούς καθ’ ύπνους. Και νόστιμον
ήμαρ, μέσα κι από χαλάσματα ακόμα. Χρωματισμούς ζωής μέσα στ’ αγριολούλουδα. Κι
απ’ ό,τι ψιθυρίζει τα παλιά, «ωσάν πραεία τις αύρα».
Ορθοστήλωτο μου φάνηκε
στο λόφο της Καλολιμνιάς
στην Προποντίδα, το μοναστήρι
της Κορυφινής της Παναγίας
της Αρτακηνής, της ξενιτεμένης
Κι απ’ το γιαλό της έταξα κερί
ύστερ’ απ’ όσα μάς εξιστορεί
η Κόρη η Κυζικηνή
-κι αυτή Αρτακηνή, κι αυτή ξενιτεμένη –
που σαν Φανερωμένη
στέκει ανύστακτα μαρμαρωμένη
κι ανταμωμένη με τα φέγγη
και τα τραγούδια της φυλής
μέσα στο θάμπος της ασίγαστης μονής
του Διπλοφάναρου της Πόλης,
με τους καϋμούς και τ’ άγραφα
στο χέρι, αντάμα με τα τάματα
-γαλάζιοι τόνοι και χρυσά οράματα».
Η μικρή Τήνος της Θράκης
Ιστορική τοπογραφία του λεγομένου Φατήρ Γιακά τσιφλικίου
και θαυματουργική ανεύρεση της εικόνος της
Παναγίας Φανερωμένης Βαθυρρύακος
Πανθρακικής εμβέλειας προσκύνημα
Το προσκύνημα της Παναγίας Φανερωμένης, όπως συνηθίζω να λέγω και να
γράφω, αποτελεί την Μικρή Τήνο στην ευρύτερη περιοχή της Θράκης. Πρόκειται για
ένα πανθρακικής εμβέλειας προσκύνημα με μεγάλη ιστορία το οποίο συνδέεται με την
ελληνικότητα αυτού εδώ του τόπου που έχει την τιμή να φιλοξενεί στην όλη
γεωγραφική του έκταση αυτό το ιερό μοναστήρι, αυτό το σκήνωμα της Εκκλησίας, το
Ιερό προσκύνημα της Παναγίας Φανερωμένης Βαθυρρύακος.
Το 12ο μ.Χ αιώνα η περιοχή είχε το όνομα Παναγιά.
Πριν από όλα πρέπει να τονίσουμε ότι η ιστορία του τόπου είναι πολύ πλούσια
και αξιόλογη πριν την ανεύρεση της Ιερής και Θαυματουργού εικόνος της Παναγίας
της Φανερωμένης. Βρισκόμαστε σε τόπο άγιο, γιατί στα βάθη των αιώνων, κατά την
περίοδο ακόμη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, πριν η περιοχή κατακτηθεί από τους
Οθωμανούς Τούρκους, είχε έντονη την παρουσία της Παναγίας. Ο μεγάλος
βυζαντινός χρονογράφος Καντακουζηνός αναφέρει ότι η περιοχή του Φατήρ Γιακά
στην όλη περιοχή που είναι σήμερα το μοναστήρι, ο Αμπελουργικός Σταθμός, η
Αίγειρος, η Μεσσούνη- παλαιά Κιρσάρτζα- μέχρι σχεδόν και την σημερινή Σχολή
Δοκίμων Αστυφυλάκων έφερε το όνομα «Παναγία». Την μαρτυρία αυτή διασώζει ο
μεγάλος Κομοτηναίος, αείμνηστος καθηγητής πανεπιστημίου, Στίλπων Κυριακίδης,
καθώς επίσης και ο Κωνσταντίνος Τρεμόπουλος, οι οποίοι έγραψαν για την πόλη της
Κομοτηνής και την ευρύτερη περιοχή. Σύμφωνα με τον Καντακουζηνό, όλη αυτή η
περιοχή είχε το όνομα Παναγιά, επειδή προφανώς υπήρχε κάποιο ιερό προσκύνημα
στην περιοχή το οποίο ήταν αφιερωμένο στο όνομα της Παναγίας.
Η περιοχή πεδίο σύγκρουσης Βυζαντινών και Βουλγάρων
Σύμφωνα με τον Βυζαντινό χρονογράφο Καντακουζηνό σε όλη αυτή την
πεδιάδα γινόταν πολύ συχνά στρατιωτικές συγκρούσεις και πολεμικές επιχειρήσεις
μεταξύ των Βυζαντινών αυτοκρατόρων και των Βουλγάρων, οι οποίοι περνούσαν την
οροσειρά της Ροδόπης προς την ενδοχώρα της Θράκης για να βγουν στα παράλια, στο
Θρακικό πέλαγος. Εδώ μαρτυρείται και καταγράφεται από τον Καντακουζηνό ότι
έγινε η σύγκρουση του Βυζαντινού αυτοκράτορος Ανδρονίκου του Γ΄ με τον
Οθωμανό ηγεμόνα της Σμύρνης και της Εφέσου Αμούρ ή Ουμούρ, ο οποίος είχε
μεταφέρει τα στρατεύματά του στη λίμνη Βιστωνίδα, την λεγόμενη λίμνη Μπουρού,
προκειμένου να κατακτήσει την περιοχή της Θράκης. Στην περιοχή του Φατήρ-Γιακά,
επειδή ήταν πεδινή, συναντήθηκαν οι δύο δυνάμεις και έγινε η νικηφόρος σύγκρουση
με τα Βυζαντινά στρατεύματα, αφού τελικώς επεκράτησε ο Βυζαντινός Ορθόδοξος
Αυτοκράτορος Ανδρόνικος ο Γ΄ και οι οθωμανικές δυνάμεις διελύθησαν. Όταν
περιγράφει αυτή την περιοχή ο Καντακουζηνός, αναφέρει ότι η πολεμική εκείνη
σύγκρουση έλαβε χώρα «κατά τι χωρίον», δηλαδή στην περιοχή υπήρχε κάποιο
χωριό.Γράφει δε ο Στίλπων Κυριακίδης ότι ευρύτερα αυτό το χωρίον ωνομασθέν
Παναγία «ο ύπτιον ήν και ομαλόν, και μάλιστα επικαιρότατον ιππείς προς πεζούς
μάχεσθαι». Δηλαδή ήταν το χωριό πεδινό και μάλιστα πολύ κατάλληλο να πολεμά το
ιππικό με το πεζικό. Αυτό το καταγράφει ο Καντακουζηνός και το κυριότερο όλων
είναι ότι μας διασώζει ότι όλη αυτή η πεδιάδα έφερε το όνομα Παναγιά.
Κιρ Τσιφλίκ, Φατήρ Γιακά, Ορταντζή και Κιρσάρτζα, τέσσερα τσιφλίκια της
περιοχής.
Αργότερα, επί Οθωμανοκρατορίας, σε όλη αυτή την περιοχή, από την σημερινή
Ιερά Μονή Παναγίας Φανερωμένης, τον Αμπελουργικό Σταθμό και σε όλη την
έκταση της σημερινής Αιγείρου, Μεσσούνης και βορειότερα αυτών, δημιουργήθηκαν
αρκετά τσιφλίκια . Το πρώτο τσιφλίκι ήταν το Κιρ Τσιφλίκ, το οποίο δεν σώζεται,
αλλά ως περιοχή εκτείνετο από την Παναγία τη Φανερωμένη που σήμερα είναι το
μοναστήρι και έφθανε μέχρι την Καλλίστη και το Παλλάδιο. Το δεύτερο τσιφλίκι
ήταν αυτό του Φατήρ-Γιακά, το οποίο εκτεινόταν από το σημερινό μοναστήρι της
Παναγίας Φανερωμένης, τον Αμπελουργικό Σταθμό, την περιοχή της Αιγείρου, της
Μεσσούνης και έφθανε ίσαμε τα μισά του δρόμου για τη Σχολή Δοκίμων
Αστυφυλάκων.Το τρίτο τσιφλίκι ήταν αυτό του Ορταντζή, η σημερινή Αμβροσία, και
το τέταρτο τσιφλίκι ήταν η Κιρσάρτζα, η σημερινή Μεσσούνη.
Κιρ Τσιφλίκ και Φατήρ Γιακά δύο διαφορετικά τσιφλίκια
Στο σημείο αυτό θέλω να κάνω μια ιστορική διευκρίνιση. Ο αείμνηστος
Μητροπολίτης Μαρωνείας Τιμόθεος Ματθαιάκης, ο μετέπειτα Νέας Ιωνίας και
Φιλαδελφείας, γράφει ότι το Κιρ Τσιφλίκ είναι το ίδιο με το τσιφλίκι του Φατήρ
Γιακά. Αυτό όμως ιστορικά δεν ευσταθεί. Άλλο το Κιρ Τσιφλίκ και άλλο το τσιφλίκι
του Φατήρ Γιακά. Είναι δύο διαφορετικά τσιφλίκια. Αυτό επικαλείται στο βιβλίο του
ο Ηπειρώτης γιατρός Μελίρρυτος ο οποίος ζούσε μόνιμα στη Μαρώνεια. Αυτός το
1870 έγραψε ένα βιβλίο υπό τον τίτλο «Περιγραφή ιστορική και γεωγραφική της
Θεοσώστου Επαρχίας Μαρωνείας», όπου κάνει διαχωρισμό μεταξύ του Κιρ Τσιφλίκ
και του Φατήρ Γιακά.
Υπάρχει όμως και η τρίτη άποψη σύμφωνα με την οποία υποστηρίζεται ότι από
το Παλλάδιο μέχρι τη Μεσσούνη, όλη αυτή η περιοχή, ήταν ένα τσιφλίκι, το Κιρ
Τσιφλίκ και ένα τμήμα αυτού του τσιφλικιού ήταν και η τοποθεσία του Φατήρ-Γιακά.
Κατά τον Μελίρρυτο εξήντα οικογένειες χριστιανών κατοικούσαν στα τέσσερα
τσιφλίκια
Αυτά τα τέσσερα τσιφλίκια δεν είχαν εκκλησιά. Στο Κιρ Τσιφλίκ το 1870
κατοικούσαν δεκαέξι οικογένειες χριστιανών οι οποίοι όμως δεν είχαν εκκλησία και
ογανωμένη κοινότητα. Το Ορτατζή Τσιφλίκ είχε δεκαπέντε οικογένειες Χριστιανών
Ελλήνων, δεν είχε όμως ενορία οργανωμένη, ούτε εκκλησία, ούτε κοινότητα. Στο
Τσιφλίκι Κιρσάρτζα κατοικούσαν δεκαπέντε οικογένειες, ούτε οργανωμένη κοινότητα
ούτε εκκλησία, ούτε ενορία είχαν. Στο Φατήρ -Γιακά τσιφλίκι κατοικούσαν δεκαπέντε
οικογένειες που επίσης δεν είχαν εκκλησία, ενορία, κοινότητα. Σύμφωνα με τη
μαρτυρία όλοι οι κάτοικοι των τεσσάρων τσιφλικιών, συνολικά περίπου εξήντα
οικογένειες, συνεκκλησιάζονταν, όπως γράφει ο ο Μελίρρυτος, κατά τις μεγάλες
χριστιανικές γιορτές μόνο σε δύο χωριά που είχαν εκκλησιά, στο Σώστη και στους
Ασωμάτους. Σε αυτές τις δύο μακρινές από την περιοχή του Φατήρ -Γιακά ενορίες
πήγαιναν όλοι οι χριστιανοί των τεσσάρων τσιφλικιών, ώστε να εκκλησιασθούν
Πάσχα, Χριστούγεννα, Αι Γιώργη και Δεκαπενταύγουστο.
Ονομασίες της περιοχής
Όπως προαναφέραμε, επί Οθωμανοκρατορίας όλη η περιοχή διαιρέθηκε σε
τσιφλίκια. Στους πλούσιους αγάδες ανήκαν φιλέτα γης και αυτοί διοικούσαν την
περιοχή, καλλιεργούσαν τα κτήματα και δεν επέτρεπαν φυσικά την ανέγερση
εκκλησιών. Το τσιφλίκι ονομάστηκε Φατήρ- Γιακά, επειδή προφανώς οι Οθωμανοί
από παραφθορά της λέξης Βαθυρρύαξ, Βαθύ ρυάκι, απέδωσαν στην περιοχή την
ονομασία Φατήρ –Γιακά.Τούτο συνέβη διότι στα βόρεια της σημερινής μονής
διήρχετο ο ποταμός Καρά –Σου. Ο αείμνηστος Μητροπολίτης Μαρωνείας Τιμόθεος
ήταν αυτός ο οποίος το 1955 άλλαξε την ονομασία και έκτοτε ονομάζεται Παναγία
Φανερωμένη Βαθυρρύακος. Δεν είναι όμως η μόνη ονομασία. Υπάρχει επίσης η
ονομασία Παναγία του Φατήρ- Γιακά, Παναγία Φανερωμένη Βαθυρρύακος, η τρίτη
ονομασία είναι Παναγία Φατρίκα και μία τέταρτη ονομασία «Παναγία Πατρίκα»,
όπως μας την διασώζει ο αείμνηστος εφημέριος του Κοσμίου, ο οποίος γεννήθηκε το
1886 και εκοιμήθη το 1969, ο Ιερεύς Λάμπρος Θεολογίδης.
Θαυμαστή Εύρεση της παλαιφάτου εικόνας της Παναγίας Φανερωμένης
Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες, διότι δεν έχουμε γραπτές μαρτυρίες, πριν
από πεντακόσια περίπου χρόνια βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας. Άλλοι υποστηρίζουν
ότι βρέθηκε πριν από τριακόσια χρόνια στην περιοχή Φατήρ- Γιακά με θαυμαστό και
υπερφυσικό τρόπο από Οθωμανό Αγά τσιφλικά. Πρόκειται για τον Αγά τσιφλικά του
τεραστίου τσιφλικιού του Φατήρ Γιακά, ο οποίος επί τρεις νύκτες, μόνον αυτός και
κανείς άλλος, έβλεπε φωτεινό όραμα μέσα στον γαλανό ουρανό της Θράκης και αυτό
το φωτεινό όραμα ήταν το σημείο του Σταυρού επί της κορυφής ενός δένδρου, και
συγκεκριμένα επάνω σε κάποιο καραγάτσι. Κάποια νύκτα, κατ’ όναρ, η Υπεραγία
Θεοτόκος του υπέδειξε, προειδοποιώντας τον ότι δεν θα ανεχθεί την αμέλειά του, να
ενημερώσει τις τοπικές εκκλησιαστικές αρχές, να ανασκάψει σε συγκεκριμένο σημείο
και επί της ρίζας του δένδρου όπου εμφανιζόνταν ο σταυρός ‘οπου σε πολύ μικρό
βάθος κάτω από την επιφάνεια του εδάφους υπήρχε η εικόνα της. Ο Αγάς υπάκουσε
και ενημέρωσε τον τότε Μητροπολίτη Μαρώνειας, ανέσκαψε με τα ίδια του τα χέρια
παρουσία του τότε επισκόπου και των προυχόντων της τότε Γκιουμουλτζίνας, η οποία
ήταν η πρωτεύουσα του ομώνυμου Καζά, αλλά και πολλών άλλων παρισταμένων
Οθωμανών, και ως εκ θαύματος στα χέρια του βρέθηκε η μικρή φορητή εικόνα της
Παναγίας Φανερωμένης, η οποία ανήκει ως εικονογραφικός τύπος στην Παναγία την
Βρεφοκρατούσα. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ανήκει στην ιδιαίτερη μορφή του
εικονογραφικού τύπου Γλυκοφιλούσας Παναγιάς αλλά το πιο σωστό είναι ότι
πρόκειται για την Βρεφοκρατούσα Παναγία. Το σημείο της ευρέσεως της
θαυματουργού εικόνος είναι ο χώρος ο οποίος εκτείνεται εντός του σημερινού
Αμπελουργικού Σταθμού Αιγείρου, όπου ευρίσκεται το μικρό παρεκκλήσι της
«Παναγίας των Ρόδων», όπως ονομάζεται και το οποίο ανακαινίσθηκε το 1994 με
δαπάνες του Αμπελουργικού Φυτωρίου Κομοτηνής.
Το σημερινό παρεκκλήσιο είναι το ανακαινισμένο, το οποίο ανήγειραν στις
αρχές του προηγούμενου αιώνα δύο μεγάλοι ευεργέτες της Κομοτηνής, ο Τελωνίδης
και Σκουτέρης. Αυτό το παρεκκλήσιο που υπάρχει μέσα στον Αμπελουργικό Σταθμό
αποτελεί το τρίτο ανακαινισμένο κτίσμα του πρώτου παρεκκλησίου που έκτισαν γύρω
στα 1910 -1912 εκείνοι οι Κομοτηναίοι. Σήμερα το παρεκκλήσι ονομάζεται «Παναγιά
των Ρόδων» και εκεί υπάρχει άλλη παλαιά εικόνα της Παναγίας, διαφορετική από την
θαυματουργό ιστορική εικόνα της Παναγίας Φανερωμένης.
Διεκδίκηση της εικόνας από τους γύρω οικισμούς και η θαυμαστή τοποθέτησή
της στον Μητροπολιτικό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου Κομοτηνής
Όταν βρέθηκε η Ιερά εικόνα, την διεκδικούσαν πολλές ενορίες, όπως του
Ιάσμου, της Αμβροσίας, της Σάλπης, του Πολυάνθου και του παλαιού χωριού όπου
ευρίσκεται σήμερα η Μεσσούνη, διότι η Αίγειρος δεν ήταν χωριό απλά υπήρχε το
τσιφλίκι του Φατήρ- Γιακά. Την τελική λύση έδωσε η ίδια η Παναγία διότι η
διαμάχη ήταν μεγάλη. Ενώ βρέθηκε στο Φατήρ- Γιακά Τσιφλίκι, ο τσιφλικάς αρχικά
δεν έδινε την άδεια να κτιστεί εκκλησάκι για να φυλαχθεί η εικόνα. Επίσης, όπως
προαναφέραμε, δεν υφίστατο οργανωμένη κοινότητα και υπήρχε φόβος μήπως χαθεί η
εικόνα. Για αυτό ο τότε Μητροπολίτης επειδή οι ενορίες διεκδικούσαν την εικόνα,
αποφάσισε τη λύση να τη δώσει η Παναγία. Έτσι, τοποθέτησε την εικόνα σε
καινούργια άμαξα που δεν είχε χρησιμοποιηθεί ξανά και μάλιστα ζωήλατη, την οποία
έσερναν αρσενικά ζώα αγιασμένα από τον Δεσπότη, και αφού έκανε δέηση ο
Μητροπολίτης προς την Θεοτόκο, την παρεκάλεσε αυτή να δείξει το σημείο όπου θα
ήθελε να εγκατασταθεί μόνιμα. Η πομπή ξεκίνησε χωρίς να υπάρχει οδηγός αναβάτης
(καμουτσίκης) ώστε να κατευθύνει την άμαξα. Ξεκίνησε με το χτύπημα του Δεσπότη
και πήρε τη στράτα. Δεν σταμάτησε σε κανένα από τα χωριά που την διεκδικούσαν,
αλλά έφθασε στην Κομοτηνή, μπροστά στον Μητροπολιτικό Ναό της Παναγίας,
κοντά στην σημερινή οδό Βενιζέλου. Εκεί σταμάτησαν τα ζώα, εκεί θέλησε να
εγκατασταθεί η Θεοτόκος. Αυτό το δέχθηκαν οι κάτοικοι και ειρήνευσαν. Ο Δεσπότης
τοποθετεί την εικόνα στα Άγια των Αγίων. Συνέβη όμως και κάτι άλλο θαυμαστό.
Όταν έβαλαν την εικόνα επάνω στο αμάξι και τα ζώα πήραν το δρόμο επιβιβάσθηκε
και η ανάπηρη και κωφάλαλη εγγονή του ιδιοκτήτη Αγά του τσιφλικιού. Την ώρα
λοιπόν που έφθανε η άμαξα με την Παναγία μπροστά στην εκκλησία της Παναγίας, το
μικρό κορίτσι σηκώθηκε στο κάρο και φώναξε στα τουρκικά «Meri ane», Μητέρα
Μαρία. Είχε βρει τη φωνή της και σηκώθηκε στα πόδια της. Από τότε ο Οθωμανός
Αγάς πίστευσε και έδωσε λόγο τιμής στις εκκλησιαστικές αρχές ότι για κάθε τι που
χρειάζονται για την προστασία αυτού του ιερού τόπου, θα το έχουν.
Ανέκδοτη επιστολή Πατριάρχου Ιωακείμ Γ΄ για την ανέγερση εκκλησίας στο
τσιφλίκι «Φατήρ Γιακά».
Έκτοτε πέρασαν τα χρόνια. Οι ντόπιοι δεν ξέχασαν το θαυμαστό γεγονός, το
οποίο τιμούσαν,αλλά εκκλησία δεν υπήρχε.
Πριν από ολίγα χρόνια έφθασαν στα χέρια μας, ύστερα από μακρά έρευνα
στους κώδικες της πατριαρχικής αλληλογραφίας στο Φανάρι, περί τα 250 ανέκδοτα
έγγραφα τα οποία αναφέρονται στην εκκλησιαστική ιστορία της Μητροπόλεως
Μαρωνείας. Ένα από τα έγγραφα αυτά είναι και μία ανέκδοτη επιστολή του έτους
1904, την οποία είχε αποστείλλει ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ ο
Μεγαλοπρεπής (1901-1914) στον τότε Μαρωνείας Νικόλαο. Σύμφωνα με την
επιστολή αυτή, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, κατόπιν του υποβληθέντος σχετικού
αιτήματος από τον Μητροπολίτη Νικόλαο, είχε προβεί στις δέουσες ενέργειες και είχε
επιτύχει την έκδοση του υπουργικού τεσκερέ από το αρμόδιο υπουργείο για την
ανέγερση εκκλησίας στο τσιφλίκι «Φατήρ- Γιακά» ή «Φατρίκα» με εξ ολοκλήρου
δαπάνες των νέων τότε ιδιοκτητών του τσιφλικίου (σημερινό κτήμα αμπελουργικού
σταθμού) Ελευθερίου Τελωνίδη και Κωνσταντίνου Σκουτέρη, οι οποίοι αγόρασαν το
1903-1904 δεκαπέντε στρέμματα από το συγκεκριμένο τσιφλίκι κατόπιν συμφωνίας
με τον προηγούμενο ιδιοκτήτη, που ήταν ο Οθωμανός Αγάς και ονομαζόταν Αμέτ
Μποσνάκογλου Εφέντη, όπου περίπου στα 1910 -1912 έκτισαν το πρώτο μικρό
παρεκκλήσιο επ’ ονόματι της Παναγίας .
Οι δύο αυτοί εν πολλοίς άγνωστοι Κομοτηναίοι ευεργέτες, όπως και πολλοί
άλλοι (Λάμπρος Κομνηνός, Θεοχάρης Ζωήογλου, Μιχαήλ Σούζος, Αθανάσιος
Καστάνιας, Ιωάννης Ζωΐδης, Γεώργιος Σίτης, Χατζηγιώργος Τσακίρογλου, Νικόλας
και Τηλέμαχος Μπάσμπας και Κυριάκος και Οδυσσέας Κούλογλου), ύστερα από την
έντονη προτροπή των κατά τόπους Ελλήνων προξένων της Θράκης (Αδριανουπόλεως
και Δεδέαγατς) και του τότε Μητροπολίτου Μαρωνείας Νικολάου, είχαν αγοράσει
μεγάλες εκτάσεις γης (τσιφλίκια και αγροτεμάχια) στην ύπαιθρο χώρα του καζά
Γκιουμουλτζίνας, ειδικότερα πέριξ της Κομοτηνής και των Σαπών, προκειμένου οι
εκτάσεις αυτές να μην περιέλθουν στα χέρια της τότε «Πανσλαβικής Εταιρείας» και
των Βουλγάρων εξαρχικών, οι οποίοι επιθυμούσαν διακαώς να διεισδύσουν και
εγκατασταθούν στα εσώτατα του καζά Γκουμουλτζίνας. Σημειωτέον ότι οι Βούλγαροι
σχισματικοί εξαρχικοί ιερείς είχαν ήδη εισέλθει στον Καζά Γκιουμουλτζίνας από το
1899.
Από έγγραφα εκπροσώπων των υπουργείων Εξωτερικών πιστοποιείται ο
τρόπος με τον οποίο οι κάτοικοι της περιοχής εόρταζαν την Παναγία. Το έτος 1906, ο
επιθεωρητής των Ελληνικών Σχολείων Θράκης Δ. Σάρρος, αναφέρει σε έγγραφό του,
το οποίο απέστειλε στο υπουργείο Εξωτερικών προκειμένου να δείξει την
ελληνικότητα της περιοχής, τα εξής: «Το τελευταίον δε Βαθυρρύαξ, όπερ είναι κατά
τα δύο τρίτα κτήμα ομογενών Ηπειρωτών, έχει αγίασμά τι, περί ο γίνεται κατ’ έτος
πανήγυρις των περιοίκων μεγάλη, καθ’ ήν συλλέγονται περί τας 40 λίρας προς ίδρυσιν
εκκλησίας εκεί. Έχουσι μέχρι τούδε 200 λίρας οι ιδιοκτήται του χωριού. Δέον να
επιταχυνθή η ίδρυσις της Εκκλησίας, εν η θα εκκλησιάζωνται και πάντα τα παρ’ αυτό
λοιπά ημέτερα σλαβόφωνα χωρία, άτινα περιτρέχει ο Βούλγαρος ιερεύς προς
προσηλυτισμόν».
«Αναφορά – έκθεση» καθηγητή του γυμνασίου Αδριανουπόλεως Χ. Σκαλισιάνου
Ο δε Καθηγητής του Γυμνασίου Αδριανουπόλεως Χ. Σκαλισιάνος στην
έγγραφη «Αναφορά – Έκθεση», την οποία συνέταξε το έτος 1907 για την ίδια
περιοχή, γράφει: «Εν ταύτη υπάρχουσι τσιφλίκια ανήκοντα εις ημετέρους κατά το
πλείστον και αγίασμα απολαύον μεγάλου σεβασμού παρά των κατοίκων των πέριξ
χωρίων, έχει δε εισπραχθή εξ αφιερωμάτων εις το αγίασμα τούτο ποσόν υπέρ τας 200
λίρας. Διά των χρημάτων τούτων, άτινα ευρίσκονται εις χείρας του εν Γκιμουλτζίνη
ομογενούς Σκουτέρη, εις ου το τσιφλίκιον ευρίσκεται το αγίασμα, ηδύνατο να
οικοδομηθή εκκλησία, εις ην θα ηκκλησιάζοντο οι κάτοικοι των χωρίων Ορτατζή
(Αμβροσία) και Κιρσάρτζας (Μεσούνη), και συν τω χρόνω αγοραζομένων των
τσιφλικίων τούτων και ιδρυομένου μικρού ελληνικού συνοικισμού εν Βαθυρρύακι, θα
κατωρθούτο διά της συνεχούς επικοινωνίας των χωρίων τούτων προς την εκκλησίαν
και τον ελληνικόν συνοικισμόν του Βαθυρρύακος, ο εξελληνισμός αυτών».
Παραχώρηση του κτήματος στον Μητροπολιτικό ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου
Κομοτηνής
Οι δύο ευεργέτες Τελωνίδης και Σκουτέρης αλλά και ο Αγάς Αμέτ
Μποσνάκογλου, στον οποίο ανήκε ένα μικρό τμήμα του τσιφλικιού, παρεχώρησαν το
κτήμα τους στον Μητροπολιτικό ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου Κομοτηνής. Το
βέβαια πάντως είναι ότι μέχρι το έτος 1907 δεν είχε ανεγερθεί το πολύ μικρό
παρεκκλήσιο της Παναγίας που βλέπουμε σήμερα στο σημείο όπου ευρέθη,ήτοι εντός
του νυν αμπελουργικού σταθμού, η θαυματουργή εικόνα. Θα πρέπει, με κάθε
επιφύλαξη να υποθέσουμε ότι το μικρό παρεκκλήσιο θα πρέπει να ανηγέρθη στο
χρονικό διάστημα 1910-1912, πριν δηλαδή από την βουλγαρική κατοχή του τότε
Καζά Γκουμουλτζίνας. Το μικρό εκείνο παρεκκλήσιο ανακαινίστηκε το 1994 και
σήμερα υπάρχει πανέμορφο με τον ονομασία «Παναγιά των Ρόδων» για να μας
υπενθυμίζει το σημείο ευρέσεως της ιστορικής και θαυματουργού εικόνος της
Παναγίας Φανερωμένης.
Λάθος η κατάληψη της περιοχής από το δημόσιο, γιατί το μοναστήρι έπρεπε να
βρίσκεται εκεί που είναι η εικόνα
Το 1930 το ελληνικό δημόσιο αφού καταλαμβάνει την περιοχή Φατήρ- Γιακά
και την μετατρέπει σε Αμπελουργικό Σταθμό, παραχωρεί αντ’ αυτής της περιοχής
στην Μητρόπολη Μαρωνείας την έκταση όπου βρίσκεται το σημερινό μοναστήρι της
Παναγίας Φανερωμένης. Ήταν λάθος αυτό γιατί το μοναστήρι έπρεπε να ανεγερθεί
εκεί όπου βρέθηκε η εικόνα. Δεν έπρεπε να δεχθούμε κάτι τέτοιο. Ωστόσο μέχρι και
σήμερα ουδείς έχει αποπειραθεί να απομακρύνει το πηγάδι με το αγίασμα που
βρίσκεται δίπλα στο μικρό παρεκκλήσιο εντός του Αμπελουργικού Σταθμού.
Το 1930 κτίζεται το νέο μοναστήρι της Παναγίας Φανερωμένης Βαθυρρύακος
Την περίοδο εκείνη ο Μητροπολιτικός Ναός και η επιτροπή αποκαταστάσεως
προσφύγων που είχε την έδρα της στην Κομοτηνή, προσφέρουν χρήματα και στα
1930 στη νέα έκταση την οποία παρεχώρησε το ελληνικό κράτος ο τότε αείμνηστος
Μέγας Μητροπολίτης Μαρωνείας και Θάσου Άνθιμος ο Δ΄ κτίζει ένα μικρό ναΐσκο.
Στη συνέχεια ο Μητροπολίτης Τιμόθεος (1957-1974) αποφασίζει η εικόνα να μην
βρίσκεται στον Μητροπολιτικό Ναό της Κομοτηνής αλλά να μεταφερθεί στον φυσικό
της χώρο. Στις 3 Ιουλίου του 1955 μεταφέρεται η εικόνα από τον Μητροπολιτικό
Ναό της Παναγίας και εγκαθίσταται στη σημερινή μονή Παναγίας Φανερωμένης
Βαθυρρύακος. Από τότε ξεκινά η ανοικοδόμηση όλων των κτισμάτων της Μονής.
Από εκεί και πέρα το 1960-1962 έγινε η ολοκλήρωση των κελιών που ξεκίνησε το
1958 και το 1971 κτίσθηκε το κωδωνοστάσιο. Αρχικά (1957)λειτούργησε ως ανδρικό
μοναστήρι και αργότερα το 1960 ως γυναικεία μονή. Το 1969 έγινε και πάλι ανδρώα
μονή. Το 1970 κατεσκευάσθη το μαρμάρινο προσκυνητάριο όπου βρίσκεται η
Παναγία κατόπιν δωρεάς της Χριστίνας Μουρίκη στη μνήμη του συζύγου της
Αναστασίου και το 1971 εγκαινιάστηκε το παρεκκλήσιο της Ζωοδόχου Πηγής.
Το πανηγύρι της Παναγίας Φανερωμένης Βαθυρρύακος
Μέχρι το 1930 το πανηγύρι, το οποίο κρατούσε μία εβδομάδα και όχι δυο
ημέρες, και πραγματοποιούνταν στον Αμπελουργικό σταθμό όπου δεκάδες χιλιάδες
λαού, από την Ξάνθη, την Αλεξανδρούπολη και από όλο το νομό Ροδόπης έρχονταν
και επί επτά ημέρες τιμούσαν και προσκυνούσαν την Παναγία Φανερωμένη στα
εννιάμερά της. Κατασκήνωναν, νήστευαν, κοινωνούσαν, μαγείρευαν και γλεντούσαν
την ημέρα της εορτής της. Στα 1971 ο Μέγας Υμνογράφος του Οικουμενικοιύ
Πατριαρχείου Μοναχός Γεράσιμος ο Μικραγιαννανίτης κατά παράκληση του τότε
Μαρωνείας Τιμοθέου έγραψε και παρακλητικό κανόνα για την Παναγία Φανερωμένη
στου οποίου τα τροπάρια διαβάζουμε ότι ακόμη και από την Μακεδονία και την
Ήπειρο έρχονται οι πιστοί και προσκυνούν την Φανερωμένη Παναγία του Φατήρ-
Γιακά, Χριστιανοί και Οθωμανοί, οι οποίοι πεζοπορούντες από όλα τα σημεία του
νομού προσέρχονται για να προσκυνήσουν στην Υπέρμαχο Στρατηγό του Γένους. Οι
Οθωμανοί μάλιστα θυμούνται ότι η Παναγία ανευρέθη από Οθωμανό Αγά και
θεραπεύτηκε η εγγονή του.
Διατελέσαντες Ηγούμενοι στη Μονή
Ηγούμενοι στη Μονή διετέλεσαν ο αείμνηστος Κομοτηναίος Αρχιμανδρίτης
Τιμόθεος Ελευθερίου, ο Κομοτηναίος Αρχιμανδρίτης Γεννάδιος, ο αείμνηστος
Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Καραμανάκος και ο Αρχιμανδρίτης Προκόπιος. Όλοι
αυτοί συνέβαλαν με πρώτο τον Μαρωνείας Τιμόθεο για να φθάσει το μοναστήρι στη
σημερινή μορφή του.
Συνεχής και φανερή η παρουσία της Παναγίας στη Θράκη
Πολλά είναι τα καταγεγραμμένα και ομολογημένα θαύματα με πρώτο εκείνο
που σχετίζεται με τις γυναίκες οι οποίες αντιμετωπίζουν προβλήματα τεκνοποιίας.
Μου έλεγε και το καταθέτω στη μνήμη του ο αείμνηστος Χρυσόστομος Καραμανάκος
ότι πολλές φορές μετά τον εσπερινό κλείδωνε το μοναστήρι και πήγαινε στο κελί του.
Μετά από λίγη ώρα έβγαινε έξω, έβλεπε αναμμένα τα φώτα και αναρωτιόταν ποιος τα
άναψε. Μέσα υπήρχαν προσκυνητές στους οποίους είχε ανοίξει η Παναγία επειδή δεν
ήθελε να αφήσει έξω από το ναό της αυτούς που με αγάπη είχαν μεταβεί να
προσκυνήσουν και ήθελαν να ανάψουν ένα κεράκι στη Χάρη της. Πολλές φορές οι
ίδιοι οι πιστοί του έλεγαν ότι μπήκαν και άναψαν κερί και απορούσε πώς έγινε αυτό
αφού η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Φανερωμένη η Παναγία, συνεχής και φανερή η
παρουσία της μέσα στον τόπο μας, στην ευλογημένη Θράκη μας. Λέγεται ότι κυρίως
όταν έρχονταν πλημμύρες η καμπάνα χτυπούσε πριν από ημέρες.
Το 1974 όταν έγινε η επιστράτευση, οι φαντάροι διέρχονταν την περιοχή από το
στρατόπεδο της Καλλίστης μέχρι τις μεγάλες μονάδες της Κομοτηνής. Περνά το
μικρό τζιπάκι με έξι φαντάρους από τον παλιό δρόμο μπροστά από την κεντρική πύλη
της Μονής και οι φαντάροι βλέπουν μία γερόντισσα μαυροφορούσα γυναίκα. Η
επιβλητική αυτή γυναίκα σήκωσε το χέρι της και οι φαντάροι θεώρησαν ότι ήταν
καλόγρια και σταμάτησαν. Τη ρώτησαν τι θέλει. Της είπαν μάλιστα ότι δεν
μπορούσαν να την πάρουν γιατί ήταν σε επιστράτευση. Η Παναγία υπομειδίασε και
τους είπε ότι ούτε πόλεμος θα γίνει, ούτε κακό στην Ελλάδα θα συμβεί, αλλά ακόμα
και να γίνει πόλεμος, «τη Θράκη εγώ την έχω έτσι δεμένη και σκεπασμένη όπου
εχθρού και αλλόθρησκου το πόδι δεν θα πατήσει και δεν θα την κατακτήσει ποτέ. Ο
τόπος αυτός «Παναγία εστί». Να η μαρτυρία του Βυζαντινού Καντακουζηνού ο
οποίος έλεγε ότι ο τόπος αυτός ονομαζόταν Παναγία. Οι φαντάροι έφυγαν και λίγο
αργότερα, όταν είδαν από τον καθρέπτη του αυτοκινήτου, η γυναίκα είχε χαθεί.
Η Παναγία των Ρόδων θέλησε να μείνει εκεί που βρέθηκε η Παναγία η
Φανερωμένη.
Ένα τελευταίο το οποίο θα θέλαμε να επισημάνουμε είναι ότι ο πολύς κόσμος
συγχέει την εικόνα της Παναγίας Φανερωμένης με την εικόνα, η οποία βρίσκεται στο
παρεκκλήσιο του Αμπελουργικού Σταθμού. Αναφέρουν εσφαλμένα ότι, όταν
μετέφεραν την εικόνα από τον Μητροπολιτικό Ναό και την πήγαιναν στο Μοναστήρι,
η εικόνα γύριζε πίσω. Δεν είναι όμως η εικόνα της Φανερωμένης που γύριζε πίσω,
αλλά η εικόνα που βρίσκεται στο μικρό παρεκκλήσιο εντός του Αμπελουργικού
Σταθμού. Η θαυματουργή εικόνα από το 1955, όταν και εγκατεστάθη στο νέο
μοναστήρι, δεν μετακινήθηκε ποτέ. Η εικόνα της Παναγίας η οποία γύριζε πίσω είναι
αυτή που βρίσκεται στο προσκυνητάριο μέσα στον Αμπελουργικό σταθμό, η Παναγία
των Ρόδων. Αυτήν όντως προσπάθησαν να την πάρουν από το παρεκκλήσιο και να
την τοποθετήσουν στο νέο μοναστήρι. Μέρα την πήγαιναν και τη νύχτα ένα φως
έφευγε από το μοναστήρι και κατευθυνόταν στον Αμπελουργικό Σταθμό. Το πρωί
έβρισκαν την εικόνα στο μικρό παρεκκλήσιο. Τρεις φορές έγινε αυτό, ώσπου ο
Μαρωνείας Τιμόθεος απεφάσισε, επειδή η Παναγία των Ρόδων «εδώ θέλει να μείνει»,
να την αφήσει στο μικρό παρεκκλήσιο όπου και μέχρι σήμερα παραμένει.
Συντάχθηκε από: ERKO
Aποτελεί πιστοποιημένο συνεργάτη των Οργανισμών GEA και GRAMMO
Copyright ΕΡΚΟ