Η κυβέρνηση δηλώνει ότι «δεν πρόκειται να υποχωρήσει σε κινητοποιήσεις που κλείνουν δρόμους» και ότι «θέλει διάλογο, αλλά με σεβασμό στον νόμο». Ωραία λόγια. Το ερώτημα όμως είναι απλό: ποιος σεβάστηκε τον νόμο όταν έκλεισαν το επάγγελμά μας;
Γιατί για εμάς τους αγρότες, ο νόμος δεν παραβιάστηκε όταν:
οι επιδοτήσεις καθυστέρησαν, κουρεύτηκαν ή χάθηκαν σε λαβύρινθους ανικανότητας και αδιαφάνειας,
το κόστος παραγωγής εκτοξεύτηκε (ρεύμα, καύσιμα, λιπάσματα) χωρίς καμία ουσιαστική προστασία,
οι τιμές που παίρνουμε παραμένουν εξευτελιστικές, ενώ η διαφορά μέχρι το ράφι γίνεται χρυσάφι για άλλους,
και η αγροτική παραγωγή μετατράπηκε σε επάγγελμα χωρίς μέλλον.
Αυτό δεν θεωρήθηκε παραβίαση της νομιμότητας. Θεωρήθηκε «αγορά».
Όταν όμως ο αγρότης βγαίνει στον δρόμο, όχι από ιδιοτροπία αλλά από απόγνωση, τότε ξαφνικά ανακαλύπτουμε τον νόμο, την τάξη και την κοινωνική ομαλότητα.
Ο «σεβασμός στον νόμο» φαίνεται να είναι επιλεκτικός:
Αυστηρός για τον μικρό, ανυπότακτο, αυτόν που δεν έχει πρόσβαση.
Ελαστικός για τους ισχυρούς, τους μεσάζοντες, τους εργολάβους, τους “παράγοντες”.
Αόρατος όταν πρόκειται για διαχρονικές ευθύνες, διαχειριστικά φιάσκα, ημετέρους, επιδοτήσεις που χάνονται και κανείς δεν λογοδοτεί.
Δεν ζούμε σε μια χώρα χωρίς χρήματα. Ζούμε σε μια χώρα με λάθος προτεραιότητες.
Σε μια χώρα όπου κάποιοι πίνουν φραπέ και μιλάνε για «νομιμότητα», ενώ άλλοι δουλεύουν από το χάραμα για να μην βγαίνουν ούτε τα βασικά.
Σε μια χώρα όπου κάποιοι κυκλοφορούν με πολυτελή αυτοκίνητα και κάνουν μαθήματα τάξης, την ώρα που η ύπαιθρος αδειάζει και πεθαίνει.
Ο «διάλογος» που δεν είναι διάλογος
Η κυβέρνηση λέει ότι θέλει διάλογο. Αλλά τι διάλογο;
Διάλογο χωρίς δεσμεύσεις;
Διάλογο αφού πρώτα σιωπήσουμε;
Διάλογο χωρίς να αγγίζονται τα δομικά προβλήματα;
Αυτό δεν είναι διάλογος. Είναι διαχείριση έντασης.
Ο αγρότης δεν ζητά χάρη. Ζητά:
να μπορεί να ζήσει από τη δουλειά του,
να ξέρει ότι το κράτος δεν θα τον θυμάται μόνο προεκλογικά,
να μην αντιμετωπίζεται ως εμπόδιο στην “κανονικότητα”, αλλά ως θεμέλιο της κοινωνίας.
Ποιος έκλεισε πραγματικά τους δρόμους;
Ας είμαστε ειλικρινείς.
Οι δρόμοι δεν έκλεισαν όταν βγήκαν τα τρακτέρ.
Οι δρόμοι έκλεισαν όταν έκλεισε η προοπτική.
Όταν ένας ολόκληρος κλάδος οδηγείται στην οικονομική ασφυξία, τότε η σύγκρουση δεν είναι επιλογή, είναι αναπόφευκτη. Και όσο η πολιτεία αρνείται να δει την πραγματικότητα, τόσο η ένταση θα επιστρέφει.
Γιατί χωρίς πρωτογενή παραγωγή:
δεν υπάρχει διατροφική ασφάλεια,
Όχι χάος.
Όχι ασυδοσία.
Αλλά δικαιοσύνη, διαφάνεια και πραγματική πολιτική βούληση.
Αν ο νόμος είναι ιερός, ας ισχύει για όλους.
Αν ο διάλογος είναι ειλικρινής, ας ξεκινήσει από την αλήθεια.
Και αν κάποιοι ενοχλούνται από τα μπλόκα, ας αναρωτηθούν πρώτα ποιος μας έσπρωξε εκεί.
Γιατί η κοινωνία δεν κινδυνεύει από τους αγρότες.
Κινδυνεύει από την αδικία που συσσωρεύεται.
Κινδυνεύει από αυτούς που επικαλούνται το «δικαίωμα της σιωπής» όταν θα έπρεπε να λογοδοτούν.
Κινδυνεύει από τεχνοκράτες που μετρούν αριθμούς, αλλά δεν έχουν ιδέα τι σημαίνει να ζεις από τη γη και να μην βγαίνεις.
Κινδυνεύει από μια εξουσία που μιλά για νόμο, αλλά έχει ξεχάσει τη δικαιοσύνη.
Και όταν η δικαιοσύνη απουσιάζει για καιρό, τότε η κοινωνική σύγκρουση δεν είναι ατύχημα, είναι αποτέλεσμα.
Αν θέλουν πραγματικά κοινωνική ειρήνη, ας ξεκινήσουν από εκεί που πονάει: από την αλήθεια, τη διαφάνεια και την ισονομία.
Γιατί χωρίς αυτά, δεν σώζονται ούτε οι δρόμοι, ούτε η τάξη,ούτε η ύπαιθρος, ούτε η κοινωνία.